ακούμπισμα

ακούμπισμα
τό
1) опирание; облокачивание; 2) прям., перен. опора; 3) залог (действие и вещь)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ακούμπισμα" в других словарях:

  • ακούμπισμα — το [ακουμπίζω] το ακούμπημα …   Dictionary of Greek

  • ακούμπημα — ακούμπημα, το και ακούμπισμα, το, ατος 1. το πρόσωπο ή το πράγμα στο οποίο στηρίζεται κάποιος, το αποκούμπι: Έχει ακούμπισμα τα κτήματά του. 2. οι καταθέσεις που έχει κάποιος στην τράπεζα: Έχει στις τράπεζες γερά ακουμπήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακουμβίζω — ἀκουμβίζω ή ἀκκουμβίζω και ἀκουμπίζω (Μ) (Ν ακουμπίζω) 1. κατακλίνομαι, ξαπλώνω στο ακούβιτο για να γευματίσω, «κάθομαι στο τραπέζι» 2. ακουμπώ* νεοελλ. αποθέτω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. προέρχεται είτε από το λατ. accumbo «κατακλίνομαι» και την κατάλ. ίζω …   Dictionary of Greek

  • ακούμπημα — και ακούμπισμα, το [ακουμπώ] 1. η στήριξη σε σταθερό σημείο 2. η ενέργεια τής στήριξης 3. το μερος όπου στηρίζεται κάτι 4. το αποκούμπι*, η υποστήριξη 5. το ενέχυρο και η ενεχυρίαση …   Dictionary of Greek

  • απίθωμα — το προσωρινή τοποθέτηση, ακούμπισμα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»